σκεπόωσι: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(37)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. prés. épq. de</i> [[σκεπάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω.
}}
{{elru
|elrutext='''σκεπόωσι:''' эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к [[σκεπάω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεπόωσι''': «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε [[σκεπάω]].
|lstext='''σκεπόωσι''': «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε [[σκεπάω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. prés. épq. de</i> [[σκεπάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκέπωσι, παράγωσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. [[σκέπας]] ή [[σκεπή]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκεπάζω]], [[σκέπας]])].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκέπωσι, παράγωσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. [[σκέπας]] ή [[σκεπή]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκεπάζω]], [[σκέπας]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκεπόωσι:''' Επικ. γʹ πληθ. του [[σκεπάω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω.

Russian (Dvoretsky)

σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].

Greek Monotonic

σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.