κρατητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=krathtiko/s
|Beta Code=krathtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for winning]], νίκη κ. δύναμις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>414a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[ruling]], [[controlling]], δύναμις κ. τῶν προνοουμένων <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>121</span>; κ. τῶν ὅλων <span class="bibl">Id.<span class="title">in Ti.</span>1.69</span>; <b class="b3">αἱ κ. δυνάμεις</b>, opp. <b class="b3">αἱ ὑπουργικαί</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">in Prm.</span>p.736</span> S. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[promoting retention]] (cf. [[κράτησις]] 11.3), συλλήψεως <span class="bibl">Aët.1.142</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> Astrol., [[predominant]], Vett. Val.333.5.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for winning]], νίκη κ. δύναμις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>414a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[ruling]], [[controlling]], δύναμις κ. τῶν προνοουμένων <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>121</span>; κ. τῶν ὅλων <span class="bibl">Id.<span class="title">in Ti.</span>1.69</span>; <b class="b3">αἱ κ. δυνάμεις</b>, opp. <b class="b3">αἱ ὑπουργικαί</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">in Prm.</span>p.736</span> S. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[promoting retention]] (cf. [[κράτησις]] 11.3), συλλήψεως <span class="bibl">Aët.1.142</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> Astrol., [[predominant]], Vett. Val.333.5.</span>
}}
{{elnl
|elnltext=κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰτητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одерживающий верх]] (περὶ ἀγωνίαν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[овладевающий]] (τοῦ λογιζομένου Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρατητικός]], -ή, -όν (Α) [[κρατώ]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να επικρατεί, να νικά («[[νίκη]] [[δύναμις]] κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που συντελεί σε [[παρεμπόδιση]], αναχαιτιστικός, [[συγκρατητικός]] («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).
|mltxt=[[κρατητικός]], -ή, -όν (Α) [[κρατώ]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να επικρατεί, να νικά («[[νίκη]] [[δύναμις]] κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που συντελεί σε [[παρεμπόδιση]], αναχαιτιστικός, [[συγκρατητικός]] («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰτητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одерживающий верх]] (περὶ ἀγωνίαν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[овладевающий]] (τοῦ λογιζομένου Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.
}}
}}

Revision as of 11:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτητικός Medium diacritics: κρατητικός Low diacritics: κρατητικός Capitals: ΚΡΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kratētikós Transliteration B: kratētikos Transliteration C: kratitikos Beta Code: krathtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for winning, νίκη κ. δύναμις Pl.Def.414a. 2 ruling, controlling, δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.Inst.121; κ. τῶν ὅλων Id.in Ti.1.69; αἱ κ. δυνάμεις, opp. αἱ ὑπουργικαί, Id.in Prm.p.736 S. 3 promoting retention (cf. κράτησις 11.3), συλλήψεως Aët.1.142. 4 Astrol., predominant, Vett. Val.333.5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτητικός:
1) одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);
2) овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπικράτησιν, Πλάτ. Ὅροι 414Α.

Greek Monolingual

κρατητικός, -ή, -όν (Α) κρατώ
1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί
2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).