τρία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>neutre de</i> [[τρεῖς]]. | |btext=<i>neutre de</i> [[τρεῖς]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρία zie τρεῖς. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρία:''' n к [[τρεῖς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 13: | Line 19: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρία:''' ουδ. του [[τρεῖς]]. | |lsmtext='''τρία:''' ουδ. του [[τρεῖς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 1139] neutr. von τρεῖς (w. m. s.), Hom.
French (Bailly abrégé)
neutre de τρεῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρία zie τρεῖς.
Russian (Dvoretsky)
τρία: n к τρεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
τρία: καὶ δύο (δηλ. κεκραμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1187)· «ἐπὶ κράσεως πότου. δύο δὲ ἦσαν κράσεις· τρεῖς μὲν ὕδατος πρὸς ἕνα καὶ πέντε ὕδατος πρὸς δύο» Ἡσύχ. - Κατὰ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: «τρία καὶ δύο, τρία μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο· ἀρίστη δὲ κρᾶσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος τρία».
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(απόλ. αριθμτ.) βλ. τρεις.
Greek Monotonic
τρία: ουδ. του τρεῖς.