γύνανδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.
}}
{{elru
|elrutext='''γύνανδρος:''' двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. [[ἀνήρ]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(και ως ουσ.), -ο (AM [[γύνανδρος]], -ον)<br />ο [[ερμαφρόδιτος]], με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>γύνανδρα</i>, <i>τα</i><br />φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την [[ωοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίναιδος]].
|mltxt=(και ως ουσ.), -ο (AM [[γύνανδρος]], -ον)<br />ο [[ερμαφρόδιτος]], με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>γύνανδρα</i>, <i>τα</i><br />φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την [[ωοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίναιδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''γύνανδρος:''' двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. [[ἀνήρ]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύνανδρος Medium diacritics: γύνανδρος Low diacritics: γύνανδρος Capitals: ΓΥΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: gýnandros Transliteration B: gynandros Transliteration C: gynandros Beta Code: gu/nandros

English (LSJ)

[ῠ], ον, A of doubtful sex, womanish, S.Fr.963, Ael.Fr.10, 290. 2 of a woman, virago, Ph.1.183,2.379.

Spanish (DGE)

-ον
andrógino, de sexo dudoso o ambiguo de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.Fr.963, χλούνης τε καὶ γ. ἀνήρ hombre castrado y andrógino Ael.Fr.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.Fr.290
de mujeres virago, marimacho Ph.1.183, 2.379
gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.Mirac.Thecl.9.25.

German (Pape)

[Seite 511] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.

Russian (Dvoretsky)

γύνανδρος: двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. ἀνήρ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

γύνανδρος: -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, θηλυπρεπής, Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ ἀνδρώδης, virago, Φίλων 1. 183, 512.

Greek Monolingual

(και ως ουσ.), -ο (AM γύνανδρος, -ον)
ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα
φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη
αρχ.
κίναιδος.