διαχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διέχανον, <i>pf.</i> διακέχηνα;<br />s'entrouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαίνω]].
|btext=<i>ao.2</i> διέχανον, <i>pf.</i> διακέχηνα;<br />s'entrouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαχαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разевать пасть]] (οἱ κροκόδειλοι διαχανόντες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[раскрываться]] (ἡ [[κόγχη]] διακεχῃνυῖα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαχαίνω]] (Α)<br />έχω ανοιχτό το [[στόμα]], [[χάσκω]].
|mltxt=[[διαχαίνω]] (Α)<br />έχω ανοιχτό το [[στόμα]], [[χάσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαχαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разевать пасть]] (οἱ κροκόδειλοι διαχανόντες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[раскрываться]] (ἡ [[κόγχη]] διακεχῃνυῖα Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:44, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;
s'entrouvrir.
Étymologie: διά, χαίνω.

Russian (Dvoretsky)

διαχαίνω:
1) разевать пасть (οἱ κροκόδειλοι διαχανόντες Plut.);
2) раскрываться (ἡ κόγχη διακεχῃνυῖα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.HE 1.17]
1 abrirse, agrietarse ἀρτίσκον Hp.Steril.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.HP 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος Gp.4.12.15
tb. en v. med.-pas. (ὡς εἰπεῖν) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.
2 fig. abrirse, dirigirse πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.in Phd.166.

Greek Monolingual

διαχαίνω (Α)
έχω ανοιχτό το στόμα, χάσκω.