κατέαγα: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[κατάγνυμι]]. | |btext=v. [[κατάγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατέᾱγα:''' pf. к [[κατάγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατέᾱγα:''' αμτβ. παρακ. του [[κατάγνυμι]]· -[[κατεάγην]] <i>[ᾰ]</i>, Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. <i>κατεαγῶσιν</i>· -[[κατέαξα]], Ενεργ. αορ. αʹ. | |lsmtext='''κατέᾱγα:''' αμτβ. παρακ. του [[κατάγνυμι]]· -[[κατεάγην]] <i>[ᾰ]</i>, Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. <i>κατεαγῶσιν</i>· -[[κατέαξα]], Ενεργ. αορ. αʹ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 3 October 2022
English (LSJ)
κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. κατάγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. κατάγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.
Greek Monotonic
κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.