κοχλίον: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> <i>dim. de</i> [[κόχλος]];<br /><b>2</b> machine à épuisement pour vider la sentine d'un navire.<br />'''Étymologie:''' [[κόχλος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> <i>dim. de</i> [[κόχλος]];<br /><b>2</b> machine à épuisement pour vider la sentine d'un navire.<br />'''Étymologie:''' [[κόχλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοχλίον:''' (ῑ) τό Batr. v. l. = [[κοχλίας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοχλίον:''' τό, υποκορ. του [[κόχλος]], μικρό [[σαλιγκάρι]], σε Βατραχομ.
|lsmtext='''κοχλίον:''' τό, υποκορ. του [[κόχλος]], μικρό [[σαλιγκάρι]], σε Βατραχομ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοχλίον:''' (ῑ) τό Batr. v. l. = [[κοχλίας]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοχλίον]], ου, τό, [Dim. of [[κόχλος]]<br />a [[small]] [[snail]], Batr.
|mdlsjtxt=[[κοχλίον]], ου, τό, [Dim. of [[κόχλος]]<br />a [[small]] [[snail]], Batr.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 dim. de κόχλος;
2 machine à épuisement pour vider la sentine d'un navire.
Étymologie: κόχλος.

Russian (Dvoretsky)

κοχλίον: (ῑ) τό Batr. v. l. = κοχλίας.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, μικρὸς κοχλίας, Βατραχομ. 165 ἔνθα γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον: κοχλιέων, ἐκ τοῦ κοχλίας.

Greek Monolingual

κοχλίον, τὸ (Α)
μικρό σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].

Greek Monotonic

κοχλίον: τό, υποκορ. του κόχλος, μικρό σαλιγκάρι, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

κοχλίον, ου, τό, [Dim. of κόχλος
a small snail, Batr.