Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπυριώδης: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> formé de cosses, d'écales <i>ou</i> de tuniques superposées;<br /><b>2</b> partie écailleuse d'un corps.<br />'''Étymologie:''' [[λεπύριον]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> formé de cosses, d'écales <i>ou</i> de tuniques superposées;<br /><b>2</b> partie écailleuse d'un corps.<br />'''Étymologie:''' [[λεπύριον]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπῡριώδης:''' [[состоящий из чешуек]], [[чешуйчатый]]: τὰ λεπυριώδη Arst. чешуйчатая оболочка.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπῡριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το [[κρεμμύδι]], σε Αριστ.
|lsmtext='''λεπῡριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το [[κρεμμύδι]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπῡριώδης:''' [[состоящий из чешуек]], [[чешуйчатый]]: τὰ λεπυριώδη Arst. чешуйчатая оболочка.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπῡρι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />consisting of coats or layers, like the [[onion]], Arist.
|mdlsjtxt=λεπῡρι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />consisting of coats or layers, like the [[onion]], Arist.
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῡριώδης Medium diacritics: λεπυριώδης Low diacritics: λεπυριώδης Capitals: ΛΕΠΥΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: lepyriṓdēs Transliteration B: lepyriōdēs Transliteration C: lepyriodis Beta Code: lepuriw/dhs

English (LSJ)

ες, like husks, consisting of coats or layers, like the onion, Arist.HA546b30, Thphr.HP 4.6.2, 7.9.4, al.; cf. λεπυρώδης.

German (Pape)

[Seite 32] ες, hülfenartig, aus über einander liegenden Hülsen, Schalen bestehend; Arist. H. A. 5, 15; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 formé de cosses, d'écales ou de tuniques superposées;
2 partie écailleuse d'un corps.
Étymologie: λεπύριον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

λεπῡριώδης: состоящий из чешуек, чешуйчатый: τὰ λεπυριώδη Arst. чешуйчатая оболочка.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῡριώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λέπυρον, συνιστάμενος ἐκ φλοιῶν ἢ στρωμάτων, ὡς τὸ κρόμμυον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2· πρβλ. λεπυρώδης.

Greek Monolingual

λεπυριώδης, -ῶδες (Α)
λεπύριον
λεπυρώδης, αυτός που αποτελείται από πολλά λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια.

Greek Monotonic

λεπῡριώδης: -ες (εἶδος), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το κρεμμύδι, σε Αριστ.

Middle Liddell

λεπῡρι-ώδης, ες εἶδος
consisting of coats or layers, like the onion, Arist.