μαινόλης: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui agite d'un transport furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μαίνομαι]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui agite d'un transport furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μαίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαινόλης:''' дор. [[μαινόλας]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[охваченный безумием]], [[исступленный]] ([[Βάκχος]] Plut.; [[θυμός]] [[Sappho]]);<br /><b class="num">2)</b> [[повергающий в исступление]], [[опьяняющий]] ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαινόλης:''' -ου, ὁ ([[μαίνομαι]]), αυτός που μαίνεται, που βρίσκεται σε [[παραλήρημα]], σε [[Σαπφώ]].
|lsmtext='''μαινόλης:''' -ου, ὁ ([[μαίνομαι]]), αυτός που μαίνεται, που βρίσκεται σε [[παραλήρημα]], σε [[Σαπφώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαινόλης:''' дор. [[μαινόλας]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[охваченный безумием]], [[исступленный]] ([[Βάκχος]] Plut.; [[θυμός]] [[Sappho]]);<br /><b class="num">2)</b> [[повергающий в исступление]], [[опьяняющий]] ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαινόλης]], ου, ὁ, [[μαίνομαι]]<br />[[raving]], [[frenzied]], Sapph..
|mdlsjtxt=[[μαινόλης]], ου, ὁ, [[μαίνομαι]]<br />[[raving]], [[frenzied]], Sapph..
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαινόλης Medium diacritics: μαινόλης Low diacritics: μαινόλης Capitals: ΜΑΙΝΟΛΗΣ
Transliteration A: mainólēs Transliteration B: mainolēs Transliteration C: mainolis Beta Code: maino/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A raving, frenzied, μαινόλᾳ θύμῳ Sapph.1.18; a name of Dionysus, Ph.1.351, Corn.ND30:—fem. μαινόλις, not found in gen., B.Scol.Oxy.11; διάνοιαν μαινόλιν A.Supp.109 (lyr.); ἀσέβεια μ. prob. cj. in E.Or.823 (lyr.). II Act., maddening, of wine, Plu.2.462b. (From μαίνομαι, as φαινόλης from φαίνομαι.)

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui agite d'un transport furieux.
Étymologie: μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

μαινόλης: дор. μαινόλας, ου adj. m
1) охваченный безумием, исступленный (Βάκχος Plut.; θυμός Sappho);
2) повергающий в исступление, опьяняющий (οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μαινόλης: -ου, ὁ, μαινόμενος, παράφρων, τρελλός, μαινόλᾳ θυμῷ Σαπφὼ 1. 18· ὄνομα τοῦ Βάκχου, Κλήμ. Ἀλ. 11, πρβλ. 3· - θηλ. μαινόλις, μὴ ἀπαντῶν ἐν τῇ γεν. (ἔχομεν δὲ καὶ ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. μαινόλεις παρὰ μεταγενεστέροις, Λοβεκ. Παραλ. 267), διάνοιαν μαινόλιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 109· ἀσέβεια μ. Εὐρ. Ὀρ. 823. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων μανίαν, ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 462Α. (Ἐκ τοῦ μαίνομαι, ὡς τὸ φαινόλης ἐκ τοῦ φαίνομαι).

Greek Monolingual

μαινόλης και μαινόλας, ὁ, θηλ. μαινόλις (Α)
1. τρελός, παράφρων («μαινόλα θυμῷ», Σαπφ.)
2. (για τον οίνο) αυτός που κάνει κάποιον μανιώδη
3. επίκληση του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + επίθημα -όλης (πρβλ. αρμ. -οl), πρβλ. κοι-όλης, φαινόλης.

Greek Monotonic

μαινόλης: -ου, ὁ (μαίνομαι), αυτός που μαίνεται, που βρίσκεται σε παραλήρημα, σε Σαπφώ.

Middle Liddell

μαινόλης, ου, ὁ, μαίνομαι
raving, frenzied, Sapph..