μάσομαι: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>fut. de</i> [[μαίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάσομαι:''' fut. к [[μαίομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάσομαι''': μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
|lstext='''μάσομαι''': μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=<i>fut. de</i> [[μαίομαι]].
|lsmtext='''μάσομαι:''' πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I<br /><b class="num">I.</b>
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

fut. de μαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

μάσομαι: fut. к μαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.

Greek Monotonic

μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.