μεταλλεύς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] ὁ, wie [[μεταλλευτής]], der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] ὁ, wie [[μεταλλευτής]], der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλεύς:''' έως ὁ рудокоп, горнорабочий Plat., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταλλεύς]], -έως, ὁ (Α) [[μέταλλον]]<br /><b>1.</b> [[μεταλλευτής]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μεταλλεύς</i><br />[[τίτλος]] έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] μυρμηγκιού.
|mltxt=[[μεταλλεύς]], -έως, ὁ (Α) [[μέταλλον]]<br /><b>1.</b> [[μεταλλευτής]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μεταλλεύς</i><br />[[τίτλος]] έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] μυρμηγκιού.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλεύς:''' έως ὁ рудокоп, горнорабочий Plat., Diod.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλεύς Medium diacritics: μεταλλεύς Low diacritics: μεταλλεύς Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΣ
Transliteration A: metalleús Transliteration B: metalleus Transliteration C: metalleys Beta Code: metalleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A = μεταλλευτής, Lys.Fr.89 S., Pl.Lg.678d, IG2.3260b: in plural, Max.Tyr.6.2 (cj.), 17.2; title of plays by Pherecrates and Nicomachus. II a kind of ant, Hsch.

German (Pape)

[Seite 149] ὁ, wie μεταλλευτής, der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλεύς: έως ὁ рудокоп, горнорабочий Plat., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλεύς: ὁ, = μεταλλευτής, Πλάτ. Νόμ. 678D., Λυσ. παρ’ Ἁρπ.· ― παρ’ Ἡσυχ., εἶδος μύρμηκος.

Greek Monolingual

μεταλλεύς, -έως, ὁ (Α) μέταλλον
1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος
2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς
τίτλος έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού.