οἰκιήτης: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0301.png Seite 301]] ὁ, ion. = [[οἰκέτης]]; Pherecyd. bei D. L. 1, 122; Hdn. Eust. 468.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0301.png Seite 301]] ὁ, ion. = [[οἰκέτης]]; Pherecyd. bei D. L. 1, 122; Hdn. Eust. 468.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκιήτης:''' ου ὁ Diog. L. = [[οἰκέτης]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκιήτης]], ιων. τ. και αττ. τ. [[οἰκιάτης]] και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)<br />[[οικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κωμ</i>-<i>ήτης</i>, <i>λιμν</i>-<i>ήτης</i>)].
|mltxt=[[οἰκιήτης]], ιων. τ. και αττ. τ. [[οἰκιάτης]] και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)<br />[[οικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κωμ</i>-<i>ήτης</i>, <i>λιμν</i>-<i>ήτης</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκιήτης:''' ου ὁ Diog. L. = [[οἰκέτης]] I.
}}
}}

Revision as of 15:03, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκιήτης Medium diacritics: οἰκιήτης Low diacritics: οικιήτης Capitals: ΟΙΚΙΗΤΗΣ
Transliteration A: oikiḗtēs Transliteration B: oikiētēs Transliteration C: oikiitis Beta Code: oi)kih/ths

English (LSJ)

εω, ὁ, Ion.for οἰκέτης, Pherecyd. ap. D.L.1.122, Ant.Lib. 41.2: Locr., Thess., Arc. ϝοικιάτας, IG9(1).334.44, 9(2).257, 5(2).262.16 (all v B.C.); οἰκιάτης St.Byz. s.v. οἶκος, EM698.11.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, ion. = οἰκέτης; Pherecyd. bei D. L. 1, 122; Hdn. Eust. 468.

Russian (Dvoretsky)

οἰκιήτης: ου ὁ Diog. L. = οἰκέτης I.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκιήτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ οἰκέτης, Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· οἰκιάτης παρὰ Στεφ. Β. ἐν λέξ. οἶκος, Ἐτυμ. Μέγ. 698. 11· πρβλ. πολιήτης.

Greek Monolingual

οἰκιήτης, ιων. τ. και αττ. τ. οἰκιάτης και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)
οικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκία + κατάλ. -ήτης (πρβλ. κωμ-ήτης, λιμν-ήτης)].