οἰνόχυτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se compose de vin qu’on verse.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[χυτός]].
|btext=ος, ον :<br />qui se compose de vin qu’on verse.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[χυτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνόχῠτος:''' (о вине) налитый, нацеженный: [[πῶμα]] οἰνόχυτον Soph. кубок вина.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνόχῠτος:''' -ον, προερχόμενος από χυμένο [[κρασί]], [[πῶμα]] οἰνόχυτον, [[οινοποσία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''οἰνόχῠτος:''' -ον, προερχόμενος από χυμένο [[κρασί]], [[πῶμα]] οἰνόχυτον, [[οινοποσία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνόχῠτος:''' (о вине) налитый, нацеженный: [[πῶμα]] οἰνόχυτον Soph. кубок вина.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰνό-χῠτος, ον,<br />of poured [[wine]], [[πῶμα]] οἰν. a [[draught]] of [[wine]], Soph.
|mdlsjtxt=οἰνό-χῠτος, ον,<br />of poured [[wine]], [[πῶμα]] οἰν. a [[draught]] of [[wine]], Soph.
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόχῠτος Medium diacritics: οἰνόχυτος Low diacritics: οινόχυτος Capitals: ΟΙΝΟΧΥΤΟΣ
Transliteration A: oinóchytos Transliteration B: oinochytos Transliteration C: oinochytos Beta Code: oi)no/xutos

English (LSJ)

ον, A of poured wine, πῶμα οἰ. draught of wine, S.Ph.714 (lyr.). II Act., = οἰνοχόος, Nonn.D.13.256,33.74, al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de vin qu’on verse.
Étymologie: οἶνος, χυτός.

Russian (Dvoretsky)

οἰνόχῠτος: (о вине) налитый, нацеженный: πῶμα οἰνόχυτον Soph. кубок вина.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόχῠτος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἐγχυθέντος οἴνου, πῶμα οἰν., ποτὸν ἐξ οἴνου, Σοφ. Φιλ. 715. ΙΙ. ἐνεργ. = οἰνοχόος, Νόνν. Δ. 13. 256, κτλ.

Greek Monolingual

οἰνόχυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προέρχεται από κρασί που χύνεται («οἰνόχυτον πῶμα» — γουλιά από κρασί, Σοφ.)
2. αυτός που κερνά κρασί, οινοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χυτός (< χέω), πρβλ. ελαιό-χυτος].

Greek Monotonic

οἰνόχῠτος: -ον, προερχόμενος από χυμένο κρασί, πῶμα οἰνόχυτον, οινοποσία, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰνό-χῠτος, ον,
of poured wine, πῶμα οἰν. a draught of wine, Soph.