νυκτέριος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτερινός]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτερινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτέριος:''' и 2 Luc., Anth. = [[νυκτερινός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ.
|lsmtext='''νυκτέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτέριος:''' и 2 Luc., Anth. = [[νυκτερινός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νυκτέριος]], η, ον = νυκτερῐνός, Luc., Anth.]
|mdlsjtxt=[[νυκτέριος]], η, ον = νυκτερῐνός, Luc., Anth.]
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτέριος Medium diacritics: νυκτέριος Low diacritics: νυκτέριος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΙΟΣ
Transliteration A: nyktérios Transliteration B: nykterios Transliteration C: nykterios Beta Code: nukte/rios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Luc. Peregr. 28 ; = νυκτερινός (by night, nightly, of night, nightly, nocturnal), Orph. H. 49.3 ; γλαῦξ Arat. 999 ; ἔργον AP 9.403 (Maec.).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
c. νυκτερινός.

Russian (Dvoretsky)

νυκτέριος: и 2 Luc., Anth. = νυκτερινός.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Λουκ. Περεγρ. 28· = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 48, Ἄρατ. 999, Ἀνθ. Π. 9. 403.

Greek Monolingual

νυκτέριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύκτερος
νυχτερινός.

Greek Monotonic

νυκτέριος: -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ.

Middle Liddell

νυκτέριος, η, ον = νυκτερῐνός, Luc., Anth.]