πεισιθάνατος: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] zum Sterben beredend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] zum Sterben beredend, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''πεισῐθάνατος:''' [[убеждающий умирать]] (прозвище философа Киренейской школы Гегесия) Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεισιθάνατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθετο]] του Ηγησία («[[παραιβάτης]] οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεισι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]], <b>πρβλ.</b> [[πεῖσις]] [II]), συνθ. του τύπου <i>τερμψίμβροτος</i>, <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].
|mltxt=-η, -ο / [[πεισιθάνατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθετο]] του Ηγησία («[[παραιβάτης]] οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεισι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]], <b>πρβλ.</b> [[πεῖσις]] [II]), συνθ. του τύπου <i>τερμψίμβροτος</i>, <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεισῐθάνατος:''' [[убеждающий умирать]] (прозвище философа Киренейской школы Гегесия) Diog. L.
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισιθᾰ́νᾰτος Medium diacritics: πεισιθάνατος Low diacritics: πεισιθάνατος Capitals: ΠΕΙΣΙΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: peisithánatos Transliteration B: peisithanatos Transliteration C: peisithanatos Beta Code: peisiqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, persuading to die, epithet of Hegesias, D.L.2.86.

German (Pape)

[Seite 547] zum Sterben beredend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

πεισῐθάνατος: убеждающий умирать (прозвище философа Киренейской школы Гегесия) Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πεισῐθάνᾰτος: -ον, ὁ εἰς θάνατον καταπείθων, ὄνομα τοῦ Ἠγησίου, Διογ. Λ. 2. 86.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεισιθάνατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο
αρχ.
επίθετο του Ηγησία («παραιβάτης οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερμψίμβροτος, + θάνατος.