πιμπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[πιμπλάω]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[πιμπλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πιμπλέω:''' ион. = [[πιμπλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πιμπλέω:''' = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. <i>πιμπλεῦσαι</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πιμπλέω:''' = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. <i>πιμπλεῦσαι</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πιμπλέω:''' ион. = [[πιμπλάω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πιμπλέω]], = [[πίμπλημι]] [ionic [[part]]. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]
|mdlsjtxt=[[πιμπλέω]], = [[πίμπλημι]] [ionic [[part]]. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ion. c. πιμπλάω.

Russian (Dvoretsky)

πιμπλέω: ион. = πιμπλάω.

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλέω: τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 (μετὰ διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).

Greek Monolingual

βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλέω: = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. πιμπλεῦσαι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πιμπλέω, = πίμπλημι [ionic part. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]