πρεσβευτικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0698.png Seite 698]] zum Gesandten oder zur Gesandtschaft gehörig; Pol. 9, 32, 4; [[ἐξουσία]], Dion. Hal. 11, 25. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0698.png Seite 698]] zum Gesandten oder zur Gesandtschaft gehörig; Pol. 9, 32, 4; [[ἐξουσία]], Dion. Hal. 11, 25. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρεσβευτικός:''' [[посольский]] Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ἡ, -ὁ / [[πρεσβευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πρεσβευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβευτή ή στην [[πρεσβεία]] (α. «πρεσβευτικό [[διάβημα]]» β. «πρεσβευτική [[διάσκεψη]]»<br />«[[κατά]] τοὺς πρεσβευτικοὺς ἀγώνας», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρεσβευτικώς</i> / <i>πρεσβευτικῶς</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τρόπο πρεσβευτικό. | |mltxt=-ἡ, -ὁ / [[πρεσβευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πρεσβευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβευτή ή στην [[πρεσβεία]] (α. «πρεσβευτικό [[διάβημα]]» β. «πρεσβευτική [[διάσκεψη]]»<br />«[[κατά]] τοὺς πρεσβευτικοὺς ἀγώνας», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρεσβευτικώς</i> / <i>πρεσβευτικῶς</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τρόπο πρεσβευτικό. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for an ambassador or embassy, ἀγῶνες, ἐξουσία, Plb.9.32.4, D.H.11.25; πομπεία οὐ π. Philostr.VS2.27.3. Adv. -κῶς Poll.4.26.
German (Pape)
[Seite 698] zum Gesandten oder zur Gesandtschaft gehörig; Pol. 9, 32, 4; ἐξουσία, Dion. Hal. 11, 25.
Russian (Dvoretsky)
πρεσβευτικός: посольский Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρεσβευτὴν ἢ εἰς πρεσβείαν, Πολύβ. 9. 32, 4, Διον. Ἁλ. 11. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ. 26.
Greek Monolingual
-ἡ, -ὁ / πρεσβευτικός, -ή, -όν, ΝΑ πρεσβευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβευτή ή στην πρεσβεία (α. «πρεσβευτικό διάβημα» β. «πρεσβευτική διάσκεψη»
«κατά τοὺς πρεσβευτικοὺς ἀγώνας», Πολ.).
επίρρ...
πρεσβευτικώς / πρεσβευτικῶς ΝΑ
κατά τρόπο πρεσβευτικό.