προορατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.
}}
{{elru
|elrutext='''προορᾱτικός:''' [[способный предвидеть]], [[прозорливый]] ([[ἄνθρωπος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προορατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προορῶ]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προβλέπει, ο [[προνοητικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προορατικόν</i><br />η [[ικανότητα]] πρόβλεψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ προορατικὸν [[μέρος]] τῆς τέχνης» — η προφητική [[ικανότητα]] στην [[αστρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προορατικῶς</i> Μ<br />με [[προορατικότητα]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προορατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προορῶ]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προβλέπει, ο [[προνοητικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προορατικόν</i><br />η [[ικανότητα]] πρόβλεψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ προορατικὸν [[μέρος]] τῆς τέχνης» — η προφητική [[ικανότητα]] στην [[αστρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προορατικῶς</i> Μ<br />με [[προορατικότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''προορᾱτικός:''' [[способный предвидеть]], [[прозорливый]] ([[ἄνθρωπος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προορᾱτικός Medium diacritics: προορατικός Low diacritics: προορατικός Capitals: ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prooratikós Transliteration B: prooratikos Transliteration C: prooratikos Beta Code: prooratiko/s

English (LSJ)

ή, όν, quick at foreseeing, Arist.Div.Somn. 463b15; τῶν ἀδήλων Ph.2.176; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως Gal.UP5.8; τὸ π. μέρος τῆς τέχνης the predictive province of astrology, Id.19.530.

German (Pape)

[Seite 737] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.

Russian (Dvoretsky)

προορᾱτικός: способный предвидеть, прозорливый (ἄνθρωπος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προορᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ταχὺς εἰς τὸ νὰ προΐδῃ τι, προβλεπτικός, Ἀριστ. π. Μαντικῆς 2. 2· τῶν ἀδήλων Φίλων 2. 176· τὸ πρ. μέρος τῆς τέχνης, τῆς ἰατρικῆς τὸ προληπτικὸν τῆς ἀσθενείας, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 302. 82.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προορατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προορῶ
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, ο προνοητικός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προορατικόν
η ικανότητα πρόβλεψης
αρχ.
φρ. «τὸ προορατικὸν μέρος τῆς τέχνης» — η προφητική ικανότητα στην αστρολογία.
επίρρ...
προορατικῶς Μ
με προορατικότητα.