σχοινῖτις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />fait de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]]. | |btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />fait de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχοινῖτις:''' ῐδος adj. f тростниковая ([[καλύβη]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχοινῖτις:''' -ιδος, ἡ ([[σχοῖνος]]), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από [[βούρλα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σχοινῖτις:''' -ιδος, ἡ ([[σχοῖνος]]), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από [[βούρλα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σχοινῖτις]], ιδος, ἡ, [[σχοῖνος]]<br />made of rushes, Anth. | |mdlsjtxt=[[σχοινῖτις]], ιδος, ἡ, [[σχοῖνος]]<br />made of rushes, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, made of rushes, καλύβη AP7.295 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
fait de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.
Russian (Dvoretsky)
σχοινῖτις: ῐδος adj. f тростниковая (καλύβη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σχοινῖτις: -ιδος, ἡ, πεποιημένος ἐκ σχοίνων ἢ βούρλων, καλύβη Ἀνθ. Π. 7. 295.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. σχοινίτης.
Greek Monotonic
σχοινῖτις: -ιδος, ἡ (σχοῖνος), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από βούρλα, σε Ανθ.