σχοινῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />fait de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]].
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />fait de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σχοινῖτις:''' ῐδος adj. f тростниковая ([[καλύβη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχοινῖτις:''' -ιδος, ἡ ([[σχοῖνος]]), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από [[βούρλα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σχοινῖτις:''' -ιδος, ἡ ([[σχοῖνος]]), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από [[βούρλα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σχοινῖτις:''' ῐδος adj. f тростниковая ([[καλύβη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σχοινῖτις]], ιδος, ἡ, [[σχοῖνος]]<br />made of rushes, Anth.
|mdlsjtxt=[[σχοινῖτις]], ιδος, ἡ, [[σχοῖνος]]<br />made of rushes, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινῖτις Medium diacritics: σχοινῖτις Low diacritics: σχοινίτις Capitals: ΣΧΟΙΝΙΤΙΣ
Transliteration A: schoinîtis Transliteration B: schoinitis Transliteration C: schoinitis Beta Code: sxoini=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, made of rushes, καλύβη AP7.295 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
fait de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.

Russian (Dvoretsky)

σχοινῖτις: ῐδος adj. f тростниковая (καλύβη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σχοινῖτις: -ιδος, ἡ, πεποιημένος ἐκ σχοίνων ἢ βούρλων, καλύβη Ἀνθ. Π. 7. 295.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. σχοινίτης.

Greek Monotonic

σχοινῖτις: -ιδος, ἡ (σχοῖνος), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από βούρλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

σχοινῖτις, ιδος, ἡ, σχοῖνος
made of rushes, Anth.