τροῦλλος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=trou=llos | |Beta Code=trou=llos | ||
|Definition=ὁ, a kind of vessel, <b class="b3">ἐν τ. μεγάλῳ ὑελίνῳ περιπηλώσαντες</b> Zos.Alch.p.164 B.; <b class="b3">οὐκ ἐῶντες καπνὸν διὰ τοῦ τ. ἀναδοθῆναι</b> ibid. | |Definition=ὁ, a kind of vessel, <b class="b3">ἐν τ. μεγάλῳ ὑελίνῳ περιπηλώσαντες</b> Zos.Alch.p.164 B.; <b class="b3">οὐκ ἐῶντες καπνὸν διὰ τοῦ τ. ἀναδοθῆναι</b> ibid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροῦλλος:''' ὁ (лат. trullus) купол Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / τροῦλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />θολωτή [[στέγη]], [[θόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δοχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>trulla</i> «[[είδος]] δοχείου» με [[αλλαγή]] γένους, πιθ. [[κατά]] το [[θόλος]], <i>ο</i>]. | |mltxt=ο / τροῦλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />θολωτή [[στέγη]], [[θόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δοχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>trulla</i> «[[είδος]] δοχείου» με [[αλλαγή]] γένους, πιθ. [[κατά]] το [[θόλος]], <i>ο</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, a kind of vessel, ἐν τ. μεγάλῳ ὑελίνῳ περιπηλώσαντες Zos.Alch.p.164 B.; οὐκ ἐῶντες καπνὸν διὰ τοῦ τ. ἀναδοθῆναι ibid.
Russian (Dvoretsky)
τροῦλλος: ὁ (лат. trullus) купол Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τροῦλλος: ὁ, θόλος ἐκκλησίας, Σύνοδος Κων/πόλεως Γ΄ 640, Μαλάλ. 489, 19, Στέφ. Διάκ. 1144D, Κωδινὸς 141.
Greek Monolingual
ο / τροῦλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν
νεοελλ.-μσν.
θολωτή στέγη, θόλος
αρχ.
είδος δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trulla «είδος δοχείου» με αλλαγή γένους, πιθ. κατά το θόλος, ο].