φυσιογνωμονικός: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ή, όν, zur [[φυσιογνωμονία]] gehörig, geschickt, geübt, zu ihrer Anwendung geneigt, adv. φυσιογνωμονικῶς, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ή, όν, zur [[φυσιογνωμονία]] gehörig, geschickt, geübt, zu ihrer Anwendung geneigt, adv. φυσιογνωμονικῶς, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠσιογνωμονικός:''' [[физиогномический]] ([[σοφία]] Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φυσιογνωμονικός]], -ή, -όν, ΝΑ ([[φυσιογνωμονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[φυσιογνωμονική]]<br />η [[φυσιογνωμική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυσιογνωμονία]] ή ο ασκημένος σε αυτήν την [[ενασχόληση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>Φυσιογνωμονικόν</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Αντισθένους<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Φυσιογνωμονικά</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Αριστοτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυσιογνωμονικῶς</i> Μ<br />σχετικά με την [[τέχνη]] της φυσιογνωμονίας. | |mltxt=-ή, -ό / [[φυσιογνωμονικός]], -ή, -όν, ΝΑ ([[φυσιογνωμονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[φυσιογνωμονική]]<br />η [[φυσιογνωμική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυσιογνωμονία]] ή ο ασκημένος σε αυτήν την [[ενασχόληση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>Φυσιογνωμονικόν</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Αντισθένους<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Φυσιογνωμονικά</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Αριστοτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυσιογνωμονικῶς</i> Μ<br />σχετικά με την [[τέχνη]] της φυσιογνωμονίας. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for physiognomy, Hp. Epid.2.6 tit.; φ. σοφία S.E.P.1.85: -κή, ἡ, Philostr.Gym.25: -κόν, τό, name of a work by Antisthenes, Ath.14.656f; τὰ φ., title of a treatise ascribed to Aristotle. Adv. -κῶς Eust.838.19.
German (Pape)
[Seite 1318] ή, όν, zur φυσιογνωμονία gehörig, geschickt, geübt, zu ihrer Anwendung geneigt, adv. φυσιογνωμονικῶς, Sp.
Russian (Dvoretsky)
φῠσιογνωμονικός: физиогномический (σοφία Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
φῠσιογνωμονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυσιογνωμονίαν, σ. σοφία Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 85· ὁ φυσιογνωμονικός, ὄνομα πραγματείας τοῦ Ἀντισθένους, Ἀθήν. 656F· τὰ φυσιογνωμονικά, ὄνομα πραγματείας φερούσης τὸ ὄνομα τοῦ Ἀριστοτέλους. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 838. 19.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυσιογνωμονικός, -ή, -όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονική
η φυσιογνωμική
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση
2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόν
τίτλος πραγματείας του Αντισθένους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Φυσιογνωμονικά
τίτλος πραγματείας του Αριστοτέλους.
επίρρ...
φυσιογνωμονικῶς Μ
σχετικά με την τέχνη της φυσιογνωμονίας.