ἀκαταγώνιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[invencible]] πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno <i>Stoic</i>.1.53<br /><b class="num">•</b>[[invencible]], [[inexpugnable]] φυλακτήρια Procop.<i>Aed</i>.1.3.9.
|dgtxt=-ον<br />[[invencible]] πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno <i>Stoic</i>.1.53<br /><b class="num">•</b>[[invencible]], [[inexpugnable]] φυλακτήρια Procop.<i>Aed</i>.1.3.9.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατᾰγώνιστος:''' [[непобедимый]] (πολέμιοι Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταγώνιστος]], -ον) [[καταγωνίζομαι]]<br />[[ακατάβλητος]], [[αήττητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταγώνιστος]], -ον) [[καταγωνίζομαι]]<br />[[ακατάβλητος]], [[αήττητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατᾰγώνιστος:''' [[непобедимый]] (πολέμιοι Diod.).
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταγώνιστος Medium diacritics: ἀκαταγώνιστος Low diacritics: ακαταγώνιστος Capitals: ΑΚΑΤΑΓΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akatagṓnistos Transliteration B: akatagōnistos Transliteration C: akatagonistos Beta Code: a)katagw/nistos

English (LSJ)

ον, unconquerable, D.S.17.26, Olymp. Hist.p.451 D., Procl. in Cra. p.112P.; epithet of the Stoic sage, Stoic.1.53.

Spanish (DGE)

-ον
invencible πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno Stoic.1.53
invencible, inexpugnable φυλακτήρια Procop.Aed.1.3.9.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατᾰγώνιστος: непобедимый (πολέμιοι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταγώνιστος: -ον, ἀκατανίκητος, Διόδ. 17. 26.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταγώνιστος, -ον) καταγωνίζομαι
ακατάβλητος, αήττητος.