ἀκολάκευτος: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non flatté de, insensible à la flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κολακεύω]]. | |btext=ος, ον :<br />non flatté de, insensible à la flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κολακεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκολάκευτος:''' (λᾰ) недоступный для лести Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκολάκευτος]], -ον) [[κολακεύω]]<br />[[εκείνος]] που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκολάκευτος]], -ον) [[κολακεύω]]<br />[[εκείνος]] που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A not liable to flattery, οὐσία, τροφή, Pl.Lg.729a, Them.Or.6.97b; not pampered, σώματα Max.Tyr.23.1. II Act., not flattering, λόγοι Id.31.6; θεραπεία Jul.Or.2.86b; ψῆφος Them.Or.2.27b. Adv. -τως Cic.Att.13.51.1, Ph.1.449.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no adulado, no mimado σώματα Max.Tyr.17.1.
2 que no atrae aduladores οὐσία Pl.Lg.729a, τροφή Them.Or.6.81b.
3 que no se deja adular ἀνήρ M.Ant.1.16.4, κολακεύων ἀκολάκευτον Ph.1.195.
4 que no adula λόγοι Max.Tyr.25.6, θεραπεία Iul.Or.3.86b, ψῆφος Them.Or.2.27b.
II adv. -ως sin adulación προσελθεῖν Ph.1.449, scripsi Cic.Att.349.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non flatté de, insensible à la flatterie.
Étymologie: ἀ, κολακεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκολάκευτος: (λᾰ) недоступный для лести Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκολάκευτος: -ον, ὁ μὴ διὰ κολακειῶν διαφθειρόμενος, Πλάτ. Νόμ. 729Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ. οὕτως ἐπίρρ. -τως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 51, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκολάκευτος, -ον) κολακεύω
εκείνος που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες
νεοελλ.
αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει
αρχ.
όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει.