ἀλιτηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] = [[ἀλιτήριος]], Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 [[φρήν]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] = [[ἀλιτήριος]], Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλῑτηρός:''' Soph. = [[ἀλιτήριος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῐτηρός:''' -όν = [[ἀλιτήριος]]· στον Σοφ. το [[κἀξ]] ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι [[κἀξ]] ἀλειτηρᾶς ή <i>ἐξ ἀλιτρίας</i>.
|lsmtext='''ἀλῐτηρός:''' -όν = [[ἀλιτήριος]]· στον Σοφ. το [[κἀξ]] ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι [[κἀξ]] ἀλειτηρᾶς ή <i>ἐξ ἀλιτρίας</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλῑτηρός:''' Soph. = [[ἀλιτήριος]].
}}
}}

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτηρός Medium diacritics: ἀλιτηρός Low diacritics: αλιτηρός Capitals: ΑΛΙΤΗΡΟΣ
Transliteration A: alitērós Transliteration B: alitēros Transliteration C: alitiros Beta Code: a)lithro/s

English (LSJ)

όν, = ἀλιτήριος: κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός is prob. f.l. for κἀλιτηρίου in S. OC371.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτηρός) -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [adv. ἀλιτɛ̄ρōς Schwyzer 412 (Olimpia VI a.C.)]
impío, ἀνήρ Alcm.79.1, φρήν S.OC 371, Σαρακηνοί PMasp.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. ἀλειτɛ̄ρός.

German (Pape)

[Seite 99] = ἀλιτήριος, Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῑτηρός: Soph. = ἀλιτήριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτηρός: -όν, = ἀλιτήριος· ἀλλὰ τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 371· κἀξ ἀλιτηροῦ φρενός, πρέπει νὰ εἶναι ἐφθαρμ., ἐπειδὴ τὸ ι εἶναι βραχύ. Ὁ Toup προτείνει κἀλιτηρίου, ὁ Ἕρμανν. κἀξ ἀλοιτηροῦ, ὁ Δινδ. κἀξ ἀλιτρίας, ὁ Jebb παρεδέχθη τὴν γραφὴν τοῦ Toup.

Greek Monolingual

ἀλιτηρός, -όν (Α) ἀλιταίνω
ο ἀλιτήριος.

Greek Monotonic

ἀλῐτηρός: -όν = ἀλιτήριος· στον Σοφ. το κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι κἀξ ἀλειτηρᾶς ή ἐξ ἀλιτρίας.