ἀμοργός: Difference between revisions

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] ([[ἀμέργω]]), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der [[ὄλεθρος]] erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] ([[ἀμέργω]]), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der [[ὄλεθρος]] erkl.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοργός:''' [[отражающий]]: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμοργός]], ο (Α) [[ἀμέργω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά<br /><b>2.</b> αυτός που προφυλάσσει από [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀμοργός]], ο (Α) [[ἀμέργω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά<br /><b>2.</b> αυτός που προφυλάσσει από [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοργός:''' [[отражающий]]: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров.
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοργός Medium diacritics: ἀμοργός Low diacritics: αμοργός Capitals: ΑΜΟΡΓΟΣ
Transliteration A: amorgós Transliteration B: amorgos Transliteration C: amorgos Beta Code: a)morgo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (ἀμέργω) A one who squeezes or drains, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Cratin.214. 2 ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς lanterns which protect [the light] from winds, F.mp.84. II proparox. ἄμοργος (v.l. ἄμεργος), = ἀμόργη, Ph.Bel.86.34, al.
ἀμοργός (B), ὁ, = ἀμοργίς, Cratin.96, cf. Paus.Gr.Fr.47, Harp.

Spanish (DGE)

-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que filtra o retiene c. gen. ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς linternas provistas de pantalla contra los vientos Emp.B 84.3
fig. de pers. que exprime, explotador ἀμοργοὶ πόλεως ὄλεθρος de los políticos, Cratin.210.
2 subst. ὁ fibra de malva Cratin.96, Harp.
• Etimología: Cf. ἀμέργω.

German (Pape)

[Seite 128] (ἀμέργω), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der ὄλεθρος erkl.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοργός: отражающий: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοργός: ὁ (ἀμέργω) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, ἔνθα ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν ἔνδον ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke.

Greek Monolingual

ἀμοργός, ο (Α) ἀμέργω
1. αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά
2. αυτός που προφυλάσσει από κάτι.