ἀπελευθέρωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />affranchissement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπελευθερόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />affranchissement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπελευθερόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελευθέρωσις:''' εως ἡ [[отпущение на волю]] (δούλου Dem., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπελευθέρωσις:''' -εως, ἡ, [[χειραφέτηση]], [[απόδοση]] ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀπελευθέρωσις:''' -εως, ἡ, [[χειραφέτηση]], [[απόδοση]] ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελευθέρωσις:''' εως ἡ [[отпущение на волю]] (δούλου Dem., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=from [[ἀπελευθερόω]]<br />[[emancipation]], Dem.
|mdlsjtxt=from [[ἀπελευθερόω]]<br />[[emancipation]], Dem.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελευθέρωσις Medium diacritics: ἀπελευθέρωσις Low diacritics: απελευθέρωσις Capitals: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ
Transliteration A: apeleuthérōsis Transliteration B: apeleutherōsis Transliteration C: apeleftherosis Beta Code: a)peleuqe/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, emancipation, δούλων D.17.15, cf. Plu.Publ.7, PGnom.60 (ii A. D.), BGU96.10 (iii A.D.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
emancipación δούλων D.17.15, cf. Plu.Publ.7, τοὺς ... [ἄρχοντας γρά] ψαι τὰν Σωσικλέος ἀπελευθέρωσιν εἰς τὸν βωμόν IG 5(2).345.4, cf. 17 (Orcómeno II/I a.C.), νομίμη δέ ἐστιν [ἀ] πελευθέρωσις, ἐὰν ... PGnom.19 (II d.C.), cf. BGU 96.10 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 286] ἡ, das Freilassen, δούλων Dem. 17, 15; Plut. Poplic. 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
affranchissement.
Étymologie: ἀπελευθερόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπελευθέρωσις: εως ἡ отпущение на волю (δούλου Dem., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελευθέρωσις: -εως, ἡ, ἀπόδοσις ἐλευθερίας ὡς καὶ νῦν, δούλων Δημ. 215. 25.

Greek Monotonic

ἀπελευθέρωσις: -εως, ἡ, χειραφέτηση, απόδοση ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ.

Middle Liddell

from ἀπελευθερόω
emancipation, Dem.