ἀσυκοφάντητος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non dénoncé, non calomnié ; irréprochable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συκοφαντέω]].
|btext=ος, ον :<br />non dénoncé, non calomnié ; irréprochable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συκοφαντέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσῡκοφάντητος:''' [[не оклеветанный]], [[не затронутый клеветой]] Aeschin., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσῡκοφάντητος:''' -ον ([[συκοφαντέω]]), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ.
|lsmtext='''ἀσῡκοφάντητος:''' -ον ([[συκοφαντέω]]), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσῡκοφάντητος:''' [[не оклеветанный]], [[не затронутый клеветой]] Aeschin., Plut., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συκοφαντέω]]<br />not plagued by informers, not calumniated, Aeschin., Luc.
|mdlsjtxt=[[συκοφαντέω]]<br />not plagued by informers, not calumniated, Aeschin., Luc.
}}
}}

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῡκοφάντητος Medium diacritics: ἀσυκοφάντητος Low diacritics: ασυκοφάντητος Capitals: ΑΣΥΚΟΦΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: asykophántētos Transliteration B: asykophantētos Transliteration C: asykofantitos Beta Code: a)sukofa/nthtos

English (LSJ)

ον, A not plagued by informers, Aeschin.3.216, Plu. 2.756d; ἑορτή OGI383.157 (Commagene, i B. C.); πενία ἀ. κτῆμα Secund.Sent.10; free from misrepresentation, Onos.Praef.10. II unexceptionable, BGU1059.8 (Aug.), Luc.Hist.Conscr.59, Salt.81. III Adv. -τως without quibbling, Phld.Rh.1.8 S., Plu.2.529d.

Spanish (DGE)

-ον
I libre de denuncias o críticas τόπος Aeschin.3.216
de abstr. ἑορτή IGLS 1.157 (Comagene I a.C.), πίστις Onas.proem.10, de la pobreza ἀσυκοφάντητον κτῆμα Secund.Sent.17, cf. I.BI 1.522, Porph.Abst.4.7
de pers. τούτου δὲ γενομένου ἔσομαι ἀ. SB 11968.20 (II a.C.), οὐδέν' ἀσυκοφάντητον οὐδ' ἀβασάνιστον ἀπολείψεις Plu.2.756d, ἀνήρ SB 9740.17 (II d.C.), PSI 921.30 (II d.C.), cf. BGU 1059.8 (I d.C.), Luc.Hist.Cons.59.
II adv. -ως
1 de manera simplista λαμβάνειν ἀ. Phld.Rh.1.17Aur.
2 sin ambigüedad Plu.2.529d
sin intrigas o delaciones ἐπὶ τῶν ἀ. τὰ πράγματα ἐπιτελούντων Plu.Prou.80.

German (Pape)

[Seite 379] nicht von Sykophanten angeklagt, nicht verleumdet, Aeschin. 3, 216 Luc. Salt. 81 Plut. adv. vit. pud. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non dénoncé, non calomnié ; irréprochable.
Étymologie: , συκοφαντέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσῡκοφάντητος: не оклеветанный, не затронутый клеветой Aeschin., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῡκοφάντητος: -ον, ὁ μὴ ἐνοχλούμενος ὑπὸ συκοφαντῶν, ὁ μὴ συκοφαντηθείς, διαβληθείς, Αἰσχίν. 84. 44, Πλούτ. 2. 756D, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 81. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 529D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυκοφάντητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συκοφαντηθεί
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να εξαιρεθεί.

Greek Monotonic

ἀσῡκοφάντητος: -ον (συκοφαντέω), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ.

Middle Liddell

συκοφαντέω
not plagued by informers, not calumniated, Aeschin., Luc.