ἄμμες: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[ἡμεῖς]].
|btext=<i>épq. c.</i> [[ἡμεῖς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμμες:''' эп.-эол.-дор. = [[ἡμεῖς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμμες:''' Αιολ. αντί [[ἡμεῖς]], ονομ. πληθ. του [[ἐγώ]].
|lsmtext='''ἄμμες:''' Αιολ. αντί [[ἡμεῖς]], ονομ. πληθ. του [[ἐγώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμμες:''' эп.-эол.-дор. = [[ἡμεῖς]].
}}
}}

Revision as of 18:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμμες Medium diacritics: ἄμμες Low diacritics: άμμες Capitals: ΑΜΜΕΣ
Transliteration A: ámmes Transliteration B: ammes Transliteration C: ammes Beta Code: a)/mmes

English (LSJ)

Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (ἄμμιν); Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100.

Spanish (DGE)

v. ἐγώ.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἡμεῖς.

Russian (Dvoretsky)

ἄμμες: эп.-эол.-дор. = ἡμεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.

English (Autenrieth)

see ἡμεῖς.

Greek Monolingual

ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῖς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).

Greek Monotonic

ἄμμες: Αιολ. αντί ἡμεῖς, ονομ. πληθ. του ἐγώ.