ἐγχάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(10)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0712.png Seite 712]] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ [[πεδίον]] Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0712.png Seite 712]] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ [[πεδίον]] Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγχάραγμα:''' ατος (χᾰ) τό овраг Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 19:00, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 712] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ πεδίον Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχάραγμα: ατος (χᾰ) τό овраг Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχάραγμα: τό, πᾶν ἐγχαραττόμενον ἐπὶ ἐδάφους, κοίλωμα, χαράδρα, Πολύβ. 12. 20, 4. διάφ. γρ. ἔκρηγμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 carácter inciso, e.e., letra δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα Rom.Mel.23.ιαʹ.1.
2 incisión, marca en el cuerpo, Sch.Lyc.780.

Greek Monolingual

το (AM ἐγχάραγμα)
νεοελλ.
εντομή, χαραματιά
αρχ.
(για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα.