ἔκρηγμα

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκρηγμα Medium diacritics: ἔκρηγμα Low diacritics: έκρηγμα Capitals: ΕΚΡΗΓΜΑ
Transliteration A: ékrēgma Transliteration B: ekrēgma Transliteration C: ekrigma Beta Code: e)/krhgma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A piece torn off, ἐκρήγματα τρυχίων Hp.Art.78.
2 broken bed of a torrent, ravine, Plb.12.20.4.
II breaking forth of a stream, ὑδάτων Thphr. CP 1.5.2.
2 sluice, PEdgar 30.16 (ἔγρηγμα, iii B.C.), PSI5.488 (ἔχρ-, iii B.C.); cf. ἔκχρημα.
3 eruption, bedsore, Hp.Epid.7.7 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐγρ- PCair.Zen.172.16 (III a.C.), ἔχρ- PSI 488.5 (III a.C.), PPetaus 18.25, ἐκχρ- PMich.233.18 (I d.C.), Wilcken Chr.11A.10, 14 (II a.C.), PStras.606.4 (II d.C.)
I 1rotura, desgarrón ἐκρήγματα τρυχίων jirones de harapos Hp.Art.78.
2 reventón, estallido φλεγματόεν ἔ. estallido ardiente de una llama de fuego o quizá de una úlcera SHell.1116.
II de cursos de agua
1 surtidor, curso de agua que brota de la tierra οἱ ποταμοὶ καὶ αἱ συρροαὶ καὶ ἐκρήγματα τῶν ὑδάτων Thphr.CP 1.5.2.
2 hendidura, quebradura, brecha causada en el terreno por un torrente, Plb.12.20.4.
3 brecha o ruptura accidental de un dique o una esclusa, esp. en Egipto en la época de la crecida del Nilo, D.S.1.19.2, cf. LXX Ez.30.16, en papiros ἔ. διακόπου PPetaus l.c., ἔ. διώρυγος PKron.25.11 (II d.C.), PStras.l.c., ἐὰν δὲ καί τι γένηται πρόπτωμα ἢ ἔ. PMich.l.c., cf. Wilcken Chr.386.6 (III a.C.), PCair.Zen.l.c., SB 10844.1 (III a.C.), PSI l.c., provocada con intenciones hostiles, Wilcken Chr.ll.cc.

German (Pape)

[Seite 778] τό, das Ausbrochene, Abgebrochene, Bruchstück, Hippocr.; auch ein ausgebrochener Ausschlag, id. – Durchbruch eines Stromes, Schlucht, Kluft, Pol. 12, 20, 4 Plut. Alex. 60 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἔκρηγμα: ατος τό расселина, промоина, овраг Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκρηγμα: -ατος, τό, ἀπόσχισμα ῥάκους, ἐκρήγματα τρυχίων Ἱππ. Π. Ἄρθρ. 837. 2) ἐκρήγματα, «τὰ ἐκ τῶν χειμάρρων γινόμενα ἐν τοῖς πεδίοις κοιλώματα» Σουΐδ.· πρβλ. Πολύβ. 12. 20, 4. ΙΙ. ὁρμητικὴ ἐκροή, ἐκρήγματα τῶν ὑδάτων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 2· φλύκταινα, ἐξάνθημα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ζ΄, 1211Ε.

Greek Monolingual

ἔκρηγμα, το (Α)
1. απόσχισμα από κάτι
2. χαράδρα
3. ορμητική εκροή
4. υδρορρόη, καταρράχτης
5. ιατρ. φλύκταινα, εξάνθημα.