ἐξαγώγιμος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξᾰγώγιμος:''' [[подлежащий вывозу]], [[вывозной]] (sc. χρήματα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαγώγιμος]], -ον) [[εξαγωγή]]<br />(για εμπορεύματα) ο [[κατάλληλος]] για [[εξαγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαό) αυτός που μεταναστεύει [[συχνά]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[εξαγωγή]] («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐξαγώγιμα</i><br />τα εξαγόμενα προϊόντα. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαγώγιμος]], -ον) [[εξαγωγή]]<br />(για εμπορεύματα) ο [[κατάλληλος]] για [[εξαγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαό) αυτός που μεταναστεύει [[συχνά]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[εξαγωγή]] («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐξαγώγιμα</i><br />τα εξαγόμενα προϊόντα. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A exportable, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Lycurg.26; τὰ ἐξαγώγιμα exports, Arist. Oec. 1345b21. 2 unsettled, migratory, of people, v.l. for εἰσ-, E.Fr.360.10. II for drawing off water, αἱ ἐ. τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.
Spanish (DGE)
-ον
I 1exportable fig. τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐξαγώγιμον ὑμῖν ... ἐποίησε Lycurg.26, cf. Lib.Decl.18.12, 20.34
•subst. τὰ ἐξαγώγιμα las exportaciones op. τὰ εἰσαγώγιμα Arist.Oec.1345b21, Theo Prog.125.8.
2 que se puede divulgar Sud.s.u. ἀπόρρητα.
II que saca, que desagua, que drena c. gen. obj. αἱ ... ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.
German (Pape)
[Seite 862] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰγώγιμος: подлежащий вывозу, вывозной (sc. χρήματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγώγῐμος: -ον, ὁ ἐξαγόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐξαγάγῃ εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Λυκοῦργ. 151. 18· τὰ ἐξαγώγιμα, τὰ ἐξαγόμενα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 3. 2) ἀνήσυχος, ἄστατος, ἐπὶ λαοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 10. ΙΙ. ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐξαγωγὴν πράγματός τινος, αἱ ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι Διον. Ἁλ. 4. 44.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐξαγώγιμος, -ον) εξαγωγή
(για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή
αρχ.
1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά
2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)
3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα
τα εξαγόμενα προϊόντα.