ἐπισπαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0981.png Seite 981]] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0981.png Seite 981]] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[притягивающий]] (τοῦ ὑγροῦ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[притягательный]], [[привлекательный]], [[заманчивый]], Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπισπαστικός]], -ή, -όν) [[επίσπαστος]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να τραβά [[προς]] τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν [[επίσπαση]], δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα [[ψυχρά]] επιθέματα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελκυστικός]], [[επαγωγός]] («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων [[εἶναι]] δοκούντων τῶν προτεινομένων», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπισπαστικός]], -ή, -όν) [[επίσπαστος]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να τραβά [[προς]] τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν [[επίσπαση]], δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα [[ψυχρά]] επιθέματα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελκυστικός]], [[επαγωγός]] («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων [[εἶναι]] δοκούντων τῶν προτεινομένων», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[притягивающий]] (τοῦ ὑγροῦ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[притягательный]], [[привлекательный]], [[заманчивый]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπαστικός Medium diacritics: ἐπισπαστικός Low diacritics: επισπαστικός Capitals: ΕΠΙΣΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epispastikós Transliteration B: epispastikos Transliteration C: epispastikos Beta Code: e)pispastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A drawing to oneself, drawing in, τοῦ ὑγροῦ Arist.Pr.966a4; ἀτμοὶ ἐ. πρὸς ἑαυτούς Str.15.1.38; αἵματος Gal.Nat. Fac.2.3: abs. of drugs, Id.11.761, cf. Dsc.2.85, 109; ἔμπλαστροι Orib. Fr.85; ῥυφήματα ἐ. dub. sens. in Hp.Acut.(Sp.) 2. 2. metaph., attractive, Plb.4.84.6, Stoic.3.46. Adv. -κῶς, κινεῖν S.E.P.3.69.

German (Pape)

[Seite 981] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστικός:
1) притягивающий (τοῦ ὑγροῦ Arst.);
2) притягательный, привлекательный, заманчивый, Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστικός: -ή, -όν, ὁ, πρὸς ἑαυτὸν ἕλκων, ῥοφητικός, τοῦ ὑγροῦ Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, Πολύβ. 4. 84. 6, κλ.· ἐπὶ φαρμάκων, φάρμακον ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ ἑλκύῃ ἔξω τοὺς χυμούς, Γαλην. ― Ἐπίρρ., ἐπισπαστικῶς κινεῖν. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 69.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπισπαστικός, -ή, -όν) επίσπαστος
αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.)
νεοελλ.
φρ. «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα ψυχρά επιθέματα κ.λπ.
αρχ.
ελκυστικός, επαγωγός («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων εἶναι δοκούντων τῶν προτεινομένων», Πολ.).