ἑκατόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cent bancs de rameurs, <i>càd</i> énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ζυγός]].
|btext=ος, ον :<br />à cent bancs de rameurs, <i>càd</i> énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ζυγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατόζῠγος:''' [[имеющий сто скамей]] (для гребцов) ([[νηῦς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτόζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), αυτός που έχει [[εκατό]] καθίσματα για κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἑκᾰτόζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), αυτός που έχει [[εκατό]] καθίσματα για κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατόζῠγος:''' [[имеющий сто скамей]] (для гребцов) ([[νηῦς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑκᾰτό-ζῠγος, ον [[ζυγόν]]<br />with 100 benches for rowers, Il.
|mdlsjtxt=ἑκᾰτό-ζῠγος, ον [[ζυγόν]]<br />with 100 benches for rowers, Il.
}}
}}

Revision as of 20:14, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκατόζῠγος Medium diacritics: ἑκατόζυγος Low diacritics: εκατόζυγος Capitals: ΕΚΑΤΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: hekatózygos Transliteration B: hekatozygos Transliteration C: ekatozygos Beta Code: e(kato/zugos

English (LSJ)

ον, with 100 benches for rowers, Il.20.247.

Spanish (DGE)

(ἑκατόζῠγος) -ον
que tiene cien bancos de remeros οὐδ' ἂν νηῦς ἑ. ἄχθος ἄροιτο Il.20.247.

German (Pape)

[Seite 752] mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent bancs de rameurs, càd énorme.
Étymologie: ἑκατόν, ζυγός.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόζῠγος: имеющий сто скамей (для гребцов) (νηῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόζῠγος: -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.

English (Autenrieth)

with a hundred benches, νηῦς, an hyperbole, Il. 20.247†.

Greek Monolingual

ἑκατόζυγος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει εκατό καθίσματα κωπηλατών
2. αυτός που έχει μεγάλο αριθμό κουπιών.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει εκατό καθίσματα για κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἑκᾰτό-ζῠγος, ον ζυγόν
with 100 benches for rowers, Il.