ὀλιγάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a peu d’hommes, une faible population;<br /><i>Sp.</i> ὀλιγανθρωπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ἄνθρωπος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a peu d’hommes, une faible population;<br /><i>Sp.</i> ὀλιγανθρωπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ἄνθρωπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγάνθρωπος:''' [[малолюдный]] ([[χώρα]], [[πόλις]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγάνθρωπος:''' -ον, αυτός που έχει μικρό αριθμό ανθρώπων, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὀλῐγάνθρωπος:''' -ον, αυτός που έχει μικρό αριθμό ανθρώπων, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγάνθρωπος:''' [[малолюдный]] ([[χώρα]], [[πόλις]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάνθρωπος Medium diacritics: ὀλιγάνθρωπος Low diacritics: ολιγάνθρωπος Capitals: ΟΛΙΓΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: oligánthrōpos Transliteration B: oliganthrōpos Transliteration C: oliganthropos Beta Code: o)liga/nqrwpos

English (LSJ)

ον, = ὀλίγανδρος, X.Lac.1.1 (Sup.), Oec.4.8, Gal.14.624.

German (Pape)

[Seite 319] = ὀλίγανδρος; Xen. Oee. 4, 8, χώραν; Rep. Lac. 1, 1 ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a peu d’hommes, une faible population;
Sp. ὀλιγανθρωπότατος.
Étymologie: ὀλίγος, ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγάνθρωπος: малолюдный (χώρα, πόλις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάνθρωπος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους ἀνθρώπους, Ξεν. Λακ. 1, 1 (ἐν τῷ ὑπέρθ), Οἰκ. 4, 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγάνθρωπος, -ον)
1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.)
2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην τὴν ὀλιγάνθρωπον», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄνθρωπος (πρβλ. πολυ-άνθρωπος)].

Greek Monotonic

ὀλῐγάνθρωπος: -ον, αυτός που έχει μικρό αριθμό ανθρώπων, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀλῐγ-άνθρωπος, ον,
scant of men, Xen.

English (Woodhouse)

thinly inhabited

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)