ὑδατοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, = [[ὑδατώδης]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, = [[ὑδατώδης]], Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτοειδής:''' (ῠ) водянистый (χρώματα Arst.): τὰ ὑδατοειδῆ Diog. L. водяные частицы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑδατοειδής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νερό]], [[υδατώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υδατοειδές [[υγρό]]»<br /><b>ανατ.</b> το υδαρές αλκαλικό [[υγρό]] που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο του ματιού, [[εμπρός]] και [[πίσω]] από την [[ίριδα]] και [[μπρος]] από τον κρυσταλλοειδή φακό και το ακτινωτό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>, <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>. Η λ. αποτελεί [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>humeur aqueuse</i>].
|mltxt=-ές / [[ὑδατοειδής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νερό]], [[υδατώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υδατοειδές [[υγρό]]»<br /><b>ανατ.</b> το υδαρές αλκαλικό [[υγρό]] που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο του ματιού, [[εμπρός]] και [[πίσω]] από την [[ίριδα]] και [[μπρος]] από τον κρυσταλλοειδή φακό και το ακτινωτό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>, <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>. Η λ. αποτελεί [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>humeur aqueuse</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτοειδής:''' (ῠ) водянистый (χρώματα Arst.): τὰ ὑδατοειδῆ Diog. L. водяные частицы.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτοειδής Medium diacritics: ὑδατοειδής Low diacritics: υδατοειδής Capitals: ΥΔΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: hydatoeidḗs Transliteration B: hydatoeidēs Transliteration C: ydatoeidis Beta Code: u(datoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like water, Arist.Col.793b30, Epicur.Ep.2p.49U. II τὸ ὑ. the aqueous humour, of the eye, Gal.7.97.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, = ὑδατώδης, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτοειδής: (ῠ) водянистый (χρώματα Arst.): τὰ ὑδατοειδῆ Diog. L. водяные частицы.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδατοειδής: -ές, ὅμοιος ὕδατι, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 3. 13, Διογ. Λ. 10. 106. ΙΙ. τὸ ὑδ., τὸ ὑδατῶδες ὑγρὸν τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, τό τε ὑδατοειδὲς καὶ τὸ ὑαλοειδὲς Γαλην. τόμ. 14. σ. 712, 11.

Greek Monolingual

-ές / ὑδατοειδής, -ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδατώδης
2. φρ. «υδατοειδές υγρό»
ανατ. το υδαρές αλκαλικό υγρό που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο του ματιού, εμπρός και πίσω από την ίριδα και μπρος από τον κρυσταλλοειδή φακό και το ακτινωτό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ὕδατος + -είδης. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. humeur aqueuse].