ῥακτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der [[ψοφώδης]] erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῦ κῶπαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der [[ψοφώδης]] erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῦ κῶπαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥακτήριος:''' [[ῥάσσω]]<br /><b class="num">1)</b> [[подталкивающий]], [[подгоняющий]] (κέντρα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[шумный]], [[нестройный]] ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει [[κανείς]] [[κάτι]] («ῥακτήρια κέντρα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, [[θορυβώδης]] («[[μέλη]] βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥακτήριον<br />ὄρχησίς τις» <br />β) «ῥακτήρια<br />τύμπανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> μέσω ενός αμάρτυρου <i>φακτήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φυλακ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει [[κανείς]] [[κάτι]] («ῥακτήρια κέντρα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, [[θορυβώδης]] («[[μέλη]] βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥακτήριον<br />ὄρχησίς τις» <br />β) «ῥακτήρια<br />τύμπανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> μέσω ενός αμάρτυρου <i>φακτήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φυλακ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥακτήριος:''' [[ῥάσσω]]<br /><b class="num">1)</b> [[подталкивающий]], [[подгоняющий]] (κέντρα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[шумный]], [[нестройный]] ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακτήριος Medium diacritics: ῥακτήριος Low diacritics: ρακτήριος Capitals: ΡΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhaktḗrios Transliteration B: rhaktērios Transliteration C: raktirios Beta Code: r(akth/rios

English (LSJ)

α, ον, (ῥάσσω) A fit for striking with, κέντρα S.Fr.802. II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.), Id.Fr.699. III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch. IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.

German (Pape)

[Seite 833] womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der ψοφώδης erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῦ κῶπαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥακτήριος: ῥάσσω
1) подталкивающий, подгоняющий (κέντρα Soph.);
2) шумный, нестройный (μέλη βοῶν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥακτήριος: -α, -ον, (ῥάσσω) ἐπιτήδειος ὅπως κτυπήσῃ τις δι’ αὐτοῦ, κέντρα Τραγ. παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια («ψοφώδη καὶ θορυβώδη» Ἡσύχ.) Σοφ. Ἀποσπ. 631.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.)
2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδηςμέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον
ὄρχησίς τις»
β) «ῥακτήρια
τύμπανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + επίθημα -τήριος μέσω ενός αμάρτυρου φακτήρ (πρβλ. φυλακ-τήριος)].

Frisk Etymological English

ῥάκτρια See also: s. ῥάσσω.

Frisk Etymology German

ῥακτήριος: ῥάκτρια
{rhaktḗrios}
See also: s. ῥάσσω.
Page 2,641