ὠκυδήκτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />aux morsures aiguë (lime).<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[δάκνω]]. | |btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />aux morsures aiguë (lime).<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[δάκνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκῠδήκτωρ:''' ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый ([[ῥίνη]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὠκῠ-δήκτωρ, ορος, ὁ, [[δάκνω]]<br />[[sharp]]-[[biting]], Anth. | |mdlsjtxt=ὠκῠ-δήκτωρ, ορος, ὁ, [[δάκνω]]<br />[[sharp]]-[[biting]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, sharp-biting, ῥίνη AP6.92 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
aux morsures aiguë (lime).
Étymologie: ὠκύς, δάκνω.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδήκτωρ: ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый (ῥίνη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ ὀξέως δάκνων, ῥίνη Ἀνθ. Παλατ. 6.92.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)].
Greek Monotonic
ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με οξύτητα, σε Ανθ.