ὠκυδήκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />aux morsures aiguë (lime).<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[δάκνω]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />aux morsures aiguë (lime).<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[δάκνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠδήκτωρ:''' ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый ([[ῥίνη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠδήκτωρ:''' ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый ([[ῥίνη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠκῠ-δήκτωρ, ορος, ὁ, [[δάκνω]]<br />[[sharp]]-[[biting]], Anth.
|mdlsjtxt=ὠκῠ-δήκτωρ, ορος, ὁ, [[δάκνω]]<br />[[sharp]]-[[biting]], Anth.
}}
}}

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδήκτωρ Medium diacritics: ὠκυδήκτωρ Low diacritics: ωκυδήκτωρ Capitals: ΩΚΥΔΗΚΤΩΡ
Transliteration A: ōkydḗktōr Transliteration B: ōkydēktōr Transliteration C: okydiktor Beta Code: w)kudh/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, sharp-biting, ῥίνη AP6.92 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
aux morsures aiguë (lime).
Étymologie: ὠκύς, δάκνω.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠδήκτωρ: ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый (ῥίνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ ὀξέως δάκνων, ῥίνη Ἀνθ. Παλατ. 6.92.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)].

Greek Monotonic

ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με οξύτητα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠκῠ-δήκτωρ, ορος, ὁ, δάκνω
sharp-biting, Anth.