δαίτης: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαίτης]], ο (Α)<br />ο [[ιερέας]] που κομματιάζει τα σφάγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γεωδαίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγριοδαίτης]], [[ισοδαίτης]], [[κρεοδαίτης]], <i>κρεωδαίτης</i>, [[λαγοδαίτης]], [[ξενοδαίτης]], [[συνδαίτης]], [[τεκνοδαίτης]], [[χρηματοδαίτης]].
|mltxt=[[δαίτης]], ο (Α)<br />ο [[ιερέας]] που κομματιάζει τα σφάγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γεωδαίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγριοδαίτης]], [[ισοδαίτης]], [[κρεοδαίτης]], <i>κρεωδαίτης</i>, [[λαγοδαίτης]], [[ξενοδαίτης]], [[συνδαίτης]], [[τεκνοδαίτης]], [[χρηματοδαίτης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br />[[distribuidor]], [[repartidor]] en el banquete, dud. E.<i>Fr</i>.472.12 (pero cf. [[δαίτη]]), Hsch.s.u. [[δαίτας]].
}}
}}

Revision as of 14:57, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίτης Medium diacritics: δαίτης Low diacritics: δαίτης Capitals: ΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: daítēs Transliteration B: daitēs Transliteration C: daitis Beta Code: dai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, priest who divided the victims, E.Fr.472.12.

Greek Monolingual

δαίτης, ο (Α)
ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ).
ΣΥΝΘ. γεωδαίτης
αρχ.
αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
distribuidor, repartidor en el banquete, dud. E.Fr.472.12 (pero cf. δαίτη), Hsch.s.u. δαίτας.