αὐλητήριον: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(big3_7) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=au)lhth/rion | |Beta Code=au)lhth/rion | ||
|Definition=τό, a place at Tarentum, Id. | |Definition=τό, a place at Tarentum, Id. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> sent. dud., quizá [[sonido como el de una flauta]] σύμμικτον ὥστε [[γλεῦκος]] [[αὐλητήριον]] <i>Trag.Adesp</i>.420.<br /><b class="num">2</b> τόπος παρὰ Ταραντίνοις Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλητήριον''': τό, «[[τόπος]] παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, [[ὥστε]] [[γλεῦκος]] [[αὐλητήριον]], ἐάν ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] ἐφθαρμένη, [[ἴσως]] σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ [[γλεῦκος]]. | |lstext='''αὐλητήριον''': τό, «[[τόπος]] παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, [[ὥστε]] [[γλεῦκος]] [[αὐλητήριον]], ἐάν ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] ἐφθαρμένη, [[ἴσως]] σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ [[γλεῦκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 6 October 2022
English (LSJ)
τό, a place at Tarentum, Id.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 sent. dud., quizá sonido como el de una flauta σύμμικτον ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον Trag.Adesp.420.
2 τόπος παρὰ Ταραντίνοις Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλητήριον: τό, «τόπος παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον, ἐάν ἡ λέξις δὲν εἶναι ἐφθαρμένη, ἴσως σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ γλεῦκος.