διασήπομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6_20) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{elru | |||
|elrutext='''διασήπομαι:''' (part. aor. 2 [[διασαπείς]]) прогнивать, сгнивать Luc., Plut. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασήπομαι''': παθ. πρκμ. διασέσηπα, σήπομαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι. Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 5, Λουκ. Πένθ. 18. | |lstext='''διασήπομαι''': παθ. πρκμ. διασέσηπα, σήπομαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι. Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 5, Λουκ. Πένθ. 18. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διασήπομαι:''' Παθ., με παρακ. <i>διασέσηπα</i>, [[σήπομαι]], αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=perf. διασέσηπα<br />to [[putrefy]], [[decay]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 6 October 2022
Russian (Dvoretsky)
διασήπομαι: (part. aor. 2 διασαπείς) прогнивать, сгнивать Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διασήπομαι: παθ. πρκμ. διασέσηπα, σήπομαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι. Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 5, Λουκ. Πένθ. 18.
Greek Monotonic
διασήπομαι: Παθ., με παρακ. διασέσηπα, σήπομαι, αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ.