abiertamente: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(1) |
m (esel replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀκαλύπτως]], [[ἀκεκρυμμένως]], [[ἀμφάδην]], [[ἀνακαλύπτως]], [[ἀνακεκαλυμμένως]], [[ἀναφανδά]], [[ἀναφανδόν]], [[ἀνειμένως]], [[ἀνεπικαλύπτως]], [[ἀνεῳγότως]], [[ἄντην]], [[ἄντικρυς]], [[ἀπαρακαλύπτως]], [[ἀπερικαλύπτως]], [[ἀπημφιεσμένως]], [[ἁπλῶς]], [[ἀποκεκαλυμμένως]], [[ἀποπεφασμένως]], [[ἀπροφασίστως]], [[ἀσυγκαλύπτως]], [[γυμνῶς]], [[διαφάδην]], [[ἐκκειμένως]], [[ἐκπεπταμένως]], [[ἐκφανδόν]], [[ἐκφανῶς]], [[ἐμφανῶς]], [[ἐνωπῇ]], [[ἐνωπῶς]], [[ἐξαναφανδόν]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 12 October 2022
Spanish > Greek
ἀκαλύπτως, ἀκεκρυμμένως, ἀμφάδην, ἀνακαλύπτως, ἀνακεκαλυμμένως, ἀναφανδά, ἀναφανδόν, ἀνειμένως, ἀνεπικαλύπτως, ἀνεῳγότως, ἄντην, ἄντικρυς, ἀπαρακαλύπτως, ἀπερικαλύπτως, ἀπημφιεσμένως, ἁπλῶς, ἀποκεκαλυμμένως, ἀποπεφασμένως, ἀπροφασίστως, ἀσυγκαλύπτως, γυμνῶς, διαφάδην, ἐκκειμένως, ἐκπεπταμένως, ἐκφανδόν, ἐκφανῶς, ἐμφανῶς, ἐνωπῇ, ἐνωπῶς, ἐξαναφανδόν