ἀναφανδά

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφανδά Medium diacritics: ἀναφανδά Low diacritics: αναφανδά Capitals: ΑΝΑΦΑΝΔΑ
Transliteration A: anaphandá Transliteration B: anaphanda Transliteration C: anafanda Beta Code: a)nafanda/

English (LSJ)

Adv. visibly, openly, before the eyes of all, opp. κρύβδην, Od.3.221, 11.455: as neut. Adj., A.R.4.84.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ]
abiertamente, a la vista οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας Od.3.221, κείνῳ ἀ. παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη Od.3.222, ἀναφανδὰ τέτυκται πάντα A.R.4.84, cf. PHamb.124.4 (III/II a.C.), Sch.D.T.281.1.

German (Pape)

[Seite 213] (ἀναφαίνω), sichtbar, vor aller Augen, Gegensatz κρύβδην, Od. 11, 455; 3, 221. 222.

French (Bailly abrégé)

adv.
ouvertement.
Étymologie: ἀναφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰφανδά: adv. Hom. = ἀναφανδόν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφανδά: ἐπίρρ. (ἀναφαίνω) φανερῶς, ἐνώπιον πάντων, ἀναφανδόν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κρύβδην, οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας Ὀδ. Γ. 221· κρύβδην, μηδ’ ἀναφανδὰ Λ. 455· παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 84. καὶ ὡς οὐδ. ἐπίθ. (ἴδε ἐν λέξει ἀμφαδά).

English (Autenrieth)

and ἀναφανδόν: openly, publicly, ‘regularly.’

Greek Monotonic

ἀναφανδά: επίρρ. (ἀναφαίνομαι), ορατά, φανερά, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[ἀναφαίνομαι]
visibly, openly, Od.