ἀνειμένως

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνειμένως Medium diacritics: ἀνειμένως Low diacritics: ανειμένως Capitals: ΑΝΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: aneiménōs Transliteration B: aneimenōs Transliteration C: aneimenos Beta Code: a)neime/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀνίημι,
A at ease, carelessly, ἀργῶς καὶ ἀνειμένως X.Mem.2.4.7; ἀνειμένως διαιτᾶσθαι without restraint, freely, Th.2.39; πίνειν X.Cyr.4.5.8; ζῆν Arist.EN1114a5; ἀνειμένως ποιεῖσθαι τοὺς λόγους frankly, Isoc.8.41; κατηγορίαν τινὸς ποιήσασθαι ἀνειμένως openly, Aristid.2.116J.; in a milder form, Dsc.2.153,5.159.
2 without accent, opp. περισπωμένως, ὀξυτόνως, Anon. inSE8.23.

German (Pape)

[Seite 220] losgelassen, zügellos, διαιτᾶσθαι, Gegensatz ἐπίπονος ἄσκησις, Thuc. 2, 39; πίνειν καὶ θορυβεῖν Xen. Cyr. 4, 5, 8. Vgl. ἀνίημι.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec abandon, sans contrainte.
Étymologie: ἀνειμένος, part. pf. Pass. de ἀνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνειμένως:
1 небрежно, нерадиво (ἐπιμέλεσθαι Xen.);
2 беспечно, беззаботно, свободно (διατᾶσθαι Thuc.);
3 безудержно, не зная меры (πίνειν καὶ θορυβεῖν Xen.; χρῆσθαί τινι Plut.);
4 без стеснений, напрямик (τοὺς λόγους ποιεῖσθαι Isocr.).

Spanish

abiertamente, francamente, sin freno, sin traba, libremente, flojo, en forma suave, átono

English (Woodhouse)

unrestrainedly, without restraint, without restriction

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀνίημι, ῥᾳθύμως, ἐν ἀνέσει, ἀμελῶς, [τῆς δὲ φιλίας] ἀργῶς καὶ ἀνειμένως οἱ πλεῖστοι ἐπιμέλονται Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7· ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἦσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν, ἐν ἀνέσει ζῶντες, χωρὶς δηλ. νὰ ὑποβαλλώμεθα εἰς διαρκεῖς καὶ αὐστηρὰς ἀσκήσεις, ὡς οἱ Σπαρτιᾶται, Θουκ. 2. 39· πίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 8· ζῆν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 2· οὐδὲν ὑποστειλάμενος ἀλλὰ παντάπασιν ἀνειμένως μέλλω τοὺς λόγους ποιεῖσθαι πρὸς ὑμᾶς, ἐλευθέρως, μετὰ παρρησίας, ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὸ ὑποστειλάμενος, Ἰσοκρ. 167D.

Lexicon Thucydideum

remisse, loosely, negligently, 2.39.1.