κατάκρας: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (eles replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάκρας]] (Α, ιων. τ. [[κατάκρης]])<br /><b>επίρρ.</b> από την [[κορυφή]] ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ ἄκρας</i>]. | |mltxt=[[κατάκρας]] (Α, ιων. τ. [[κατάκρης]])<br /><b>επίρρ.</b> από την [[κορυφή]] ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ ἄκρας</i>]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[totalmente]] | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 12 October 2022
English (LSJ)
Ion. κατ-άκρης, v. ἄκρα.
German (Pape)
[Seite 1356] ion. κατάκρης, d. i. κατ' ἄκρας, wie auch bei Hom. geschrieben wird u. auch in Prosa zu schreiben ist, s. die Beispiele unter ἄκρα, gänzlich, ganz u. gar, heftig, Soph. O. C. 1244, vgl. Ellendt Lex. h. v.
French (Bailly abrégé)
adv.
de fond en comble.
Étymologie: κατά, ἄκρος.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρας: ион. κατάκρης, чаще κατ᾽ ἄκρας adv. сильно, весьма Hom., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρας: Ἰων. -άκρης, βελτίων ἡ διῃρημένη γραφὴ κατ’ ἄκρας· ἴδε ἄκρα. Ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μετεχειρίσθησαν καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταὶ καὶ πεζοί, μετὰ τῶν ῥημ. αἱρεῖν, πέρθειν, πυρὶ σμύχειν· καὶ ὁ Ρωμ. ποιητὴς alto a culmine·― «κατὰ κεφαλῆς, κατὰ κράτος. σφοδρῶς. καὶ αἰφνιδίως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κατάκρας (Α, ιων. τ. κατάκρης)
επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας].