περικαθαίρω: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] από όλες τις μεριές, από [[παντού]], [[καθαρίζω]] [[κάτι]] εντελώς («οἱ | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] από όλες τις μεριές, από [[παντού]], [[καθαρίζω]] [[κάτι]] εντελώς («οἱ ἁλιεῖς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] στις άκρες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαγνίζω]] [[κάτι]] εντελώς. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 13 October 2022
English (LSJ)
A cleanse on all sides or completely, τὰ δίκτυα Arist. HA 598b14, cf. Gal.12.877; τὰς ῥίζας Thphr.HP4.13.5. 2 metaph., purify completely, π. ἐπαοιδαῖς Arist.Fr.496, cf. Thphr.Char.16.14; τὴν στήλην Pl.Criti.120a; τὸν υἱὸν ἐν πυρί LXX De.18.10; πόλιν μὴ σκίλλῃ [ἀλλὰ] τῷ λόγῳ D.Chr.48.17.
German (Pape)
[Seite 578] ringsum od. von allen Seiten reinigen; περικαθήραντες τὴν στήλην, Plat. Critia. 120 a; τὰ δίκτυα, Arist. H. A. 8, 13.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-καθαίρω rondom reinigen:. π. τὴν στήλην de zuil reinigen Plat. Crit. 120a.
Russian (Dvoretsky)
περικᾰθαίρω: очищать кругом (τὴν στήλην Plat.; τὰ δίκτυα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
περικᾰθαίρω: καθαρίζω πανταχόθεν, καθαρίζω ἐντελῶς, τὴν στήλην Πλάτ. Κριτί. 120Α· τὰ δίκτυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. 2) μεταφορ., π. ἀοιδαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 454.
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. καθαρίζω κάτι από όλες τις μεριές, από παντού, καθαρίζω κάτι εντελώς («οἱ ἁλιεῖς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», Αριστοτ.)
2. καθαρίζω κάτι στις άκρες
3. μτφ. εξαγνίζω κάτι εντελώς.