περικαθαίρω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] από όλες τις μεριές, από [[παντού]], [[καθαρίζω]] [[κάτι]] εντελώς («οἱ ἁλιεῑς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] στις άκρες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαγνίζω]] [[κάτι]] εντελώς.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] από όλες τις μεριές, από [[παντού]], [[καθαρίζω]] [[κάτι]] εντελώς («οἱ ἁλιεῖς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθαρίζω]] [[κάτι]] στις άκρες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαγνίζω]] [[κάτι]] εντελώς.
}}
}}

Revision as of 09:10, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰθαίρω Medium diacritics: περικαθαίρω Low diacritics: περικαθαίρω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: perikathaírō Transliteration B: perikathairō Transliteration C: perikathairo Beta Code: perikaqai/rw

English (LSJ)

A cleanse on all sides or completely, τὰ δίκτυα Arist. HA 598b14, cf. Gal.12.877; τὰς ῥίζας Thphr.HP4.13.5. 2 metaph., purify completely, π. ἐπαοιδαῖς Arist.Fr.496, cf. Thphr.Char.16.14; τὴν στήλην Pl.Criti.120a; τὸν υἱὸν ἐν πυρί LXX De.18.10; πόλιν μὴ σκίλλῃ [ἀλλὰ] τῷ λόγῳ D.Chr.48.17.

German (Pape)

[Seite 578] ringsum od. von allen Seiten reinigen; περικαθήραντες τὴν στήλην, Plat. Critia. 120 a; τὰ δίκτυα, Arist. H. A. 8, 13.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καθαίρω rondom reinigen:. π. τὴν στήλην de zuil reinigen Plat. Crit. 120a.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰθαίρω: очищать кругом (τὴν στήλην Plat.; τὰ δίκτυα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

περικᾰθαίρω: καθαρίζω πανταχόθεν, καθαρίζω ἐντελῶς, τὴν στήλην Πλάτ. Κριτί. 120Α· τὰ δίκτυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. 2) μεταφορ., π. ἀοιδαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 454.

Spanish

purificar por completo

Greek Monolingual

Α
1. καθαρίζω κάτι από όλες τις μεριές, από παντού, καθαρίζω κάτι εντελώς («οἱ ἁλιεῖς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», Αριστοτ.)
2. καθαρίζω κάτι στις άκρες
3. μτφ. εξαγνίζω κάτι εντελώς.