ιεραρχία: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(17) |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱεραρχία]]) [[ιεράρχης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[σχέση]], η [[κλίμακα]] [[μεταξύ]] τών διαφόρων βαθμών στη στρατιωτική ή [[πολιτική]] [[υπηρεσία]] ή σε διάφορους οργανισμούς και ιδρύματα<br /><b>2.</b> η [[ταξινόμηση]] εννοιών, ιδεών κ.λπ. ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους ή σύμφωνα με [[άλλο]] αξιολογικό [[κριτήριο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών εν ενεργεία ιεραρχών ολόκληρης της Εκκλησίας ή μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας<br /><b>2.</b> η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών βαθμών της ιερωσύνης<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του αρχιερέα στην ιουδαϊκή [[θρησκεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=η (ΑΜ [[ἱεραρχία]]) [[ιεράρχης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[σχέση]], η [[κλίμακα]] [[μεταξύ]] τών διαφόρων βαθμών στη στρατιωτική ή [[πολιτική]] [[υπηρεσία]] ή σε διάφορους οργανισμούς και ιδρύματα<br /><b>2.</b> η [[ταξινόμηση]] εννοιών, ιδεών κ.λπ. ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους ή σύμφωνα με [[άλλο]] αξιολογικό [[κριτήριο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών εν ενεργεία ιεραρχών ολόκληρης της Εκκλησίας ή μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας<br /><b>2.</b> η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών βαθμών της ιερωσύνης<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του αρχιερέα στην ιουδαϊκή [[θρησκεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τρεῖς ἱεραρχίες» — σώματα αγγελικών δυνάμεων που αποτελούνται από [[χερουβείμ]], [[σεραφείμ]] και θρόνους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[αξίωμα]] του επισκόπου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 13 October 2022
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἱεραρχία) ιεράρχης
νεοελλ.
1. η σχέση, η κλίμακα μεταξύ τών διαφόρων βαθμών στη στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία ή σε διάφορους οργανισμούς και ιδρύματα
2. η ταξινόμηση εννοιών, ιδεών κ.λπ. ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους ή σύμφωνα με άλλο αξιολογικό κριτήριο
(νεοελλ.-μσν.)
1. το σύνολο τών εν ενεργεία ιεραρχών ολόκληρης της Εκκλησίας ή μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας
2. η σχέση μεταξύ τών βαθμών της ιερωσύνης
μσν.
1. το αξίωμα του αρχιερέα στην ιουδαϊκή θρησκεία
2. φρ. «τρεῖς ἱεραρχίες» — σώματα αγγελικών δυνάμεων που αποτελούνται από χερουβείμ, σεραφείμ και θρόνους
μσν.-αρχ.
το αξίωμα του επισκόπου.