επέμβαση: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(13) |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπέμβασις]]) [[επεμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δραστήρια [[ανάμιξη]], [[μεσολάβηση]] («φιλική, διπλωματική [[επέμβαση]]»)<br /><b>2.</b> [[ενέργεια]] κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους<br /><b>3.</b> [[εφαρμογή]] δραστικής θεραπείας<br /><b>4.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]], [[εγχείρηση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]] («αἱ | |mltxt=η (AM [[ἐπέμβασις]]) [[επεμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δραστήρια [[ανάμιξη]], [[μεσολάβηση]] («φιλική, διπλωματική [[επέμβαση]]»)<br /><b>2.</b> [[ενέργεια]] κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους<br /><b>3.</b> [[εφαρμογή]] δραστικής θεραπείας<br /><b>4.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]], [[εγχείρηση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]] («αἱ συνεχεῖς τῶν μαχομένων ἐπεμβάσεις καὶ ὑπαναχωρήσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἐπεμβάσεις</i><br />βαθμίδες («επεμβάσεις τών κρηπίδων»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 13 October 2022
Greek Monolingual
η (AM ἐπέμβασις) επεμβαίνω
νεοελλ.
1. δραστήρια ανάμιξη, μεσολάβηση («φιλική, διπλωματική επέμβαση»)
2. ενέργεια κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους
3. εφαρμογή δραστικής θεραπείας
4. χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση
αρχ.-μσν.
1. έφοδος, επίθεση («αἱ συνεχεῖς τῶν μαχομένων ἐπεμβάσεις καὶ ὑπαναχωρήσεις»)
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἐπεμβάσεις
βαθμίδες («επεμβάσεις τών κρηπίδων»).