επιπωλούμαι: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(13) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἐπιπωλοῦμαι, -έομαι (Α) [[πωλούμαι]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], [[διέρχομαι]] παρατηρώντας, [[επιθεωρώ]] («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[παρατηρώ]], [[κατοπτεύω]] κάποιον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
ἐπιπωλοῦμαι, -έομαι (Α) πωλούμαι
1. περιέρχομαι, διέρχομαι παρατηρώντας, επιθεωρώ («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι κάποιον
3. παρατηρώ, κατοπτεύω κάποιον.