πωλούμαι
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
Greek Monolingual
-έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α
1. πηγαίνω πάνω-κάτω ή πέρα-δώθε
2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.)
3. (με γεν.) πορεύομαι
4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωλ- της ρίζας πελ- του πέλομαι «γυρίζω, κινούμαι ολόγυρα» (βλ. λ. πέλω) και λειτουργεί ως επιτατικό επαναληπτικό παράγωγο του ρήματος].