πωλούμαι

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

-έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α
1. πηγαίνω πάνω-κάτω ή πέρα-δώθε
2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.)
3. (με γεν.) πορεύομαι
4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωλ- της ρίζας πελ- του πέλομαι «γυρίζω, κινούμαι ολόγυρα» (βλ. λ. πέλω) και λειτουργεί ως επιτατικό επαναληπτικό παράγωγο του ρήματος].