εισρέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσρέω]])<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ρέω [[μέσα]], [[εμβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για χρήματα, πλούτη <b>κ.λπ.</b>) [[εισέρχομαι]] με [[αφθονία]] («εισέρρευσαν χρήματα [[πολλά]]», «πλοῦτος εἰσρεῑ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εισορμώ]].
|mltxt=(AM [[εἰσρέω]])<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ρέω [[μέσα]], [[εμβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για χρήματα, πλούτη <b>κ.λπ.</b>) [[εισέρχομαι]] με [[αφθονία]] («εισέρρευσαν χρήματα [[πολλά]]», «πλοῦτος εἰσρεῖ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εισορμώ]].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

(AM εἰσρέω)
1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω
2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῦτος εἰσρεῖ»)
αρχ.-μσν.
εισορμώ.