εισρέω: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[εἰσρέω]])<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ρέω [[μέσα]], [[εμβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για χρήματα, πλούτη <b>κ.λπ.</b>) [[εισέρχομαι]] με [[αφθονία]] («εισέρρευσαν χρήματα [[πολλά]]», «πλοῦτος | |mltxt=(AM [[εἰσρέω]])<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ρέω [[μέσα]], [[εμβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για χρήματα, πλούτη <b>κ.λπ.</b>) [[εισέρχομαι]] με [[αφθονία]] («εισέρρευσαν χρήματα [[πολλά]]», «πλοῦτος εἰσρεῖ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εισορμώ]]. | ||
}} | }} |